Παρά τη συνεχή άνοδο του κόστους δανεισμού, οι αυξήσεις τιμών είναι ακόμη επιθετικές, ιδίως σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
Εχει παρέλθει περίπου ενάμισης χρόνος μόνο από το φθινόπωρο του 2021 όταν η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ επέμενε ακόμα πως η εκτόξευση του πληθωρισμού είναι «παροδική» και οι τιμές θα αποκλιμακώνονταν μέσα στο 2022. Απέδιδε την «παροδική» άνοδο των τιμών στο έμφραγμα που προκάλεσε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες ανά τον κόσμο, στην ιλιγγιώδη ζήτηση που είχαν προκαλέσει τα lockdowns, όταν κλεισμένοι στα σπίτια τους οι καταναλωτές ζητούσαν με φρενήρη ρυθμό προϊόντα κάθε είδους, και στην ενεργειακή κρίση που μόλις είχε αρχίσει. Αργότερα γνωρίσαμε την ιλιγγιώδη άνοδο που σημείωσε το κόστος της ενέργειας, όταν η Ρωσία ελαχιστοποίησε την παροχή αερίου προς την Ευρώπη, εισέβαλε στην Ουκρανία και υπέστη κυρώσεις από την Ε.Ε.
Ως προς τη διάγνωση των αιτίων που προκάλεσαν τον πιο επιθετικό πληθωρισμό των τελευταίων 40 ετών, λίγοι θα διαφωνούσαν. Υπήρξε αναμφίβολα καθοριστικός παράγοντας η πανδημία με όσα προβλήματα προκάλεσε και προπαντός επειδή οδήγησε στον αποκλεισμό της Κίνας, του «εργοστασίου του κόσμου», όπως δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις αισιόδοξες προβλέψεις στις οποίες επέμενε επί μακρόν η ΕΚΤ, στην αρχή και άλλες κεντρικές τράπεζες όπως η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η Federal Reserve, αλλά και η Τράπεζα της Αγγλίας.
Ερχονται νέες αυξήσεις επιτοκίων
Αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει εδώ και ένα έτος είναι ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει στις πλέον επιθετικές αυξήσεις του κόστους δανεισμού των τελευταίων δεκαετιών –για την ΕΚΤ είναι οι πλέον επιθετικές στην ιστορία της– χωρίς να κατορθώνουν να τιθασεύσουν επαρκώς την εκτόξευση των τιμών. Τα επιτόκια βρίσκονται ήδη στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008, πριν δηλαδή τη δραματική μείωσή τους που υπαγόρευσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η συνεπακόλουθη κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Και η κ. Λαγκάρντ έχει ήδη προειδοποιήσει ότι επίκεινται περαιτέρω αυξήσεις του κόστους δανεισμού, καθώς ο πληθωρισμός παραμένει σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα. Εχει επίσης καταστήσει σαφές πως δεν προβλέπεται καν στην Ευρώπη μια κίνηση αντίστοιχη με εκείνη της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, που προ ημερών έκανε τουλάχιστον ένα διάλειμμα και διατήρησε προς το παρόν αμετάβλητα τα επιτόκια του δολαρίου.
Η κατάσταση δεν είναι και πολύ διαφορετική στις ΗΠΑ, όπου η Federal Reserve έχει από τον Μάρτιο του περασμένου έτους εγκαινιάσει την πλέον επιθετική εκστρατεία αύξησης του κόστους δανεισμού και έχει προχωρήσει σε 10 συναπτές αυξήσεις των επιτοκίων. Εχει ήδη οδηγήσει σε επιβράδυνση τον ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας χωρίς, ωστόσο, να έχει τιθασεύσει επαρκώς τον πληθωρισμό: ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ μειώθηκε μεν στο 4% με τα στοιχεία του Μαΐου, αλλά παραμένει διπλάσιος από τον στόχο του 2% που έχει θέσει και η κεντρική τράπεζα της υπερδύναμης. Οπως, άλλωστε, κατέστησε σαφές ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ σχεδιάζει και άλλες αυξήσεις, καθώς «η διαδικασία για την επαναφορά του πληθωρισμού κοντά στον στόχο έχει ακόμη να διανύσει μακρά πορεία».
Μεσολάβησε, βέβαια, η προσωρινή παύση που ανακοίνωσε προ ημερών ο κ. Πάουελ, όταν αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια για να αποτιμήσει καλύτερα τα στοιχεία, αλλά προειδοποίησε ότι επίκεινται νέες αυξήσεις του κόστους δανεισμού, παρά τις αλλεπάλληλες κρούσεις οικονομολόγων για τον κίνδυνο της ύφεσης. Είναι ενδεικτικό της ανησυχίας που εμπνέει η επίμονη παραμονή του δείκτη σε υψηλά επίπεδα, το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ δεν ανέστειλε την πορεία της προς το υψηλότερο κόστος δανεισμού ούτε την άνοιξη: τον Μάιο προχώρησε σε περαιτέρω αύξηση, παρά τις τότε πρόσφατες πτωχεύσεις αμερικανικών τραπεζών, που έως έναν βαθμό αποδόθηκαν από οικονομολόγους στις αυξήσεις των επιτοκίων, καθώς οδηγούσαν σε πτώση της αξίας των ομολόγων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Είναι μεν δεδομένη η εγγενής ισχύς της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο και την επιβεβαιώνουν τα στοιχεία, όμως η αμερικανική οικονομία εμφάνισε ήδη τα πρώτα σημάδια ραγδαίας επιβράδυνσης το πρώτο τρίμηνο του έτους, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης περιορίστηκε στο 1,1%.
Ο φόβος
Υπεραμυνόμενος της απότομης αύξησης των επιτοκίων της στερλίνας κατά 50 μ.β., ο πρόεδρος της Τράπεζας της Αγγλίας Αντριου Μπέιλι τόνισε πως «είναι πράγματι δύσκολο γιαπολλούς ανθρώπους με στεγαστικά δάνεια που θα ανησυχούν δικαιολογημένα για το τι σημαίνει γι’ αυτούς, αλλά αν δεν αυξήσουμε τώρα τα επιτόκια, αργότερα θα είναι χειρότερα».
7% υπολογίζεται ότι έφτασε τον Ιούνιο ο πληθωρισμός στη Γερμανία.
Μακρύς ο δρόμος
Στην ακρόασή του ενώπιον της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, τόνισε πως «η διαδικασία επαναφοράς του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2% έχει μακρύ δρόμο να διανύσει ακόμα». Μία εβδομάδα νωρίτερα είχε διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, αλλά είχε προειδοποιήσει ότι επίκεινται σύντομα νέες αυξήσεις.
13η συναπτή ήταν η αύξηση των επιτοκίων της Βρετανίας μέσα στην εβδομάδα.
Η αιτία
Δικαιολογώντας την αύξηση του επιτοκίου της κατά 50 μονάδες βάσης, η επικεφαλής της Τράπεζας της Νορβηγίας, Ιντα Βόλντεν Μπάχε, τόνισε πως αν δεν προχωρούσε στην κίνηση αυτή, «τότε οι τιμές και οι μισθοί θα εξακολουθούσαν να κινούντο ανοδικά και τελικά ο πληθωρισμός θα ρίζωνε για τα καλά στην οικονομία».
Πηγή : https://www.kathimerini.gr/visual/infographics/562487800/poly-skliros-gia-na-pethanei-o-plithorismos/